Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Δυο μικρές ιστορίες


Γράμμα δίχως… παραλήπτη

Ο φθινοπωρινός άνεμος παρέσυρε ως την πόρτα σου ένα κομμάτι χαρτί, ζαρωμένο … γεμάτο μ’ εκείνες τις λέξεις που ποτέ δεν διάβασες.. ούτε ένιωσες. Ήρθε πολλές φορές η αγάπη μου να σου χτυπήσει το παραθύρι! Απόκριση καμιά! Κι εγώ… σφάλισα την ψυχή μου, μάζεψα τα κομμάτια και προχώρησα. Αν έμεινε ακόμα κάτι, είναι η ανάμνηση ενός ονείρου που πήγα ν’ αγγίξω, μα τελικά δεν το είχα ποτέ.
Εδώ και ώρα στέκομαι στη γωνία, στο σκοτάδι. Μου είναι γνώριμες οι σκιές… η δικιά σου σκιά… μια ματιά σου περίμενα, ένα τόσο δα χαμόγελο σου να μ’ αναστήσει. Μια σταγόνα… πολλές σταγόνες βροχής αρχίζουν να πέφτουν… Καλή σου νύχτα αγαπημένε… ίσως σε μια άλλη ζωή μπορέσεις ν’ αφουγκραστείς της καρδιάς μου τα ανείπωτα.

Νέο ξεκίνημα
Ακούμπησε τα κλειδιά στο τραπεζάκι της εισόδου και τράβηξε την πόρτα πίσω της.. Μόνη της αποσκευή και συντροφιά τα χρώματά της, τα πινέλα της κι ένας άνεμος αλήτης.
Μη βάλεις ταμπέλες στης καρδιάς σου το χτύπο! Ποτέ, ποτέ, ποτέ! συλλογίστηκε.
Θα’ ναι άξια να σταθεί δίπλα μου όποια δουλέψει για τα όνειρά μου, της είχε πει εκείνος.
Όλα για τον εαυτό του!
Απ’ τη ζωή μου ήσουν ο μέγας απών, σκέφτηκε, κλωτσώντας μια πέτρα. Κούνησε το κεφάλι της ειρωνικά, καθώς έφερε στο μυαλό της την “επιλογή” του μέχρι πρότινος καλού της. Εκείνα τα χαμόγελα τα επιτηδευμένα… κι ένα υφάκι μα τι υφάκι! Εκατό καρδιναλίων και πάνω, τουλάχιστον!
«Μόνο αυτό σου άξιζε…», είπε δυνατά.
Και συνέχισε το δρόμο της.


Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2017