Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Της μνήμης καθρέφτης… Μέρος 6


Τα σύννεφα είχαν περιβάλλει τη σελήνη και η αντανάκλασή της...
στο νερό άρχισε να θολώνει. Οι σκιές ζητούσαν επίμονα να ανοίξει η Ελίζα το κουτί των αναμνήσεων που κρατούσε καλά σφαλισμένο.
Τα μάτια της θάμπωσαν από τα δάκρυα.  Τα άφησε να τρέξουν και να πληθύνουν σαν το κύμα το θαλασσινό.
Τι νομίζεις ότι κάνεις;  
Άσε την να κλάψει… καλό θα της κάνει… ξεπλένει το κλάμα την ψυχή, την κάνει κρυστάλλινη…
«Μητέρα! Χαρίκλεια…! Αχ!» ψιθύρισε.
Και…   Πάρε κύμα το τραγούδι
          στο όνειρό μου να το πας
          μα υποσχέσου μου το δάκρυ
          φυλαχτό και μυστικό σου να κρατάς.
Εκείνο το τραγούδι κι η αίσθηση του αντρίκειου χεριού στα μαλλιά της.
Το δωμάτιο άρχισε να περιστρέφεται.
***
Το σμαραγδένιο φόρεμα καταχωνιάστηκε σ’ ένα βαθύ σημείο της ντουλάπας. Τα σκούρα χρώματα άρχισαν να γίνονται κομμάτια της ζωής της.  Ερήμωσε η ψυχή της, φουρτούνιασε το βλέμμα της. Κι ήταν μοναχά 16 χρονών.
Κλεισμένη η Σιλβί στον κόσμο της, καθόταν με τις ώρες κι έπαιζε στο πιάνο τα κομμάτια εκείνα που είχε χορέψει με το Λέοντα. Κι ήταν η μουσική ένα κάλεσμα σ’ εκείνον να μην την ξεχάσει, αντηχούσε όμως σαν εφιάλτης στα αυτιά της Ελίζας.
«Δε θέλω να ξανακούσω πιάνο, δε θέλω! Με σκοτώνει! Μάνα, νιώσε με, επιτέλους!» φώναζε έξω από την κλειστή πόρτα.
«Θα ξανάρθει ο ήλιος, κοριτσάκι μου, θα γελάσεις ξανά! Ξαλάφρωσε τα μέσα σου… και με το χρόνο θα γλυκαίνει ο πόνος!» της έλεγε η Χαρίκλεια, όταν κατέφευγε σαν μωρό στον κόρφο της για να βγάλει από μέσα το παράπονο της.
***
Προσπάθησε να μισήσει τη θάλασσα, που της στέρησε ό,τι αγαπούσε περισσότερο από καθετί στον κόσμο, μα και πάλι η απεραντοσύνη της τη γαλήνευε, ειδικά τις νύχτες.
Έτσι κι εκείνο το βράδυ, στο Νειμποριό, καθισμένη στη βάρκα που ήταν δεμένη στο μουράγιο, αγνάντευε τον ορίζοντα δίχως να μιλά.
(συνεχίζεται)

Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2016